- προβόλαιος
- -ον, Α1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιοςόπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιονμέσο άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, κυρίως, η ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. περίβολος: περιβόλαιος)].
Dictionary of Greek. 2013.